κατατυραννώ

κατατυραννώ
κατατυραννώ και κατατυραννάω κατατυράννησα, κατατυραννήθηκα, κατατυραννημένος και κατατυραννισμένος, τυραννώ υπερβολικά, καταπιέζω: Τον κατατυραννά η σκέψη ότι δε θα ζήσει πολύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] …   Dictionary of Greek

  • καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος …   Dictionary of Greek

  • κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • μυριοτυραννίζω — (Μ) 1. υποβάλλω σε πολλά βασανιστήρια 2. κάνω κάποιον να υποφέρει πάρα πολύ, κατατυραννώ 3. μέσ. μυριοτυραννίζομαι υποφέρω, βασανίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τυραννίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”